Ἄμανον

Ἄμανον
Ἄμανος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αμανόν — Οροσειρά του Ταύρου, στην Κιλικία, που ήταν στην αρχαιότητα κρησφύγετο ληστών. Οι κάτοικοί της, οι Αμανιείς, δαμάστηκαν από τον Κικέρωνα, όταν ήταν ανθύπατος της Κιλικίας …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”